αντρογυναίκα

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source

Greek Monolingual

η
1. γυναίκα με ανδροπρεπή εμφάνιση ή συμπεριφορά
2. γυναίκα έξυπνη και ικανή σαν άντρας.