ανυμνώ

Greek Monolingual

(Α ἀνυμνῶ, -έω)
ψάλλω ύμνους, δοξολογώ με ύμνους
μσν.
αναγορεύω, ανακηρύσσω
αρχ.
προλέγω με χρησμό.