αναγορεύω
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
Greek Monolingual
(Α ἀναγορεύω)
απονέμω αξίωμα ή τίτλο δημόσια, ανακηρύσσω
νεοελλ.
1. κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω
2. (ενεργ. και μέσ.) υπενθυμίζω
3. διαβάλλω, κακολογώ, συκοφαντώ
αρχ.
δίνω προσωνυμία σε κάποιον, χαρακτηρίζω, αποκαλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀν(α)- + ἀγορεύω.
ΠΑΡ. αναγορειά, αναγόρευμα, αναγόρευση(-ις), αναγορεύσιμος, αναγορευτής].