ανυπόμονος

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει υπομονή, που δεν περιμένει κάτι με ηρεμία, βιαστικός, ανήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + υπομονή. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικό της Νεοελληνικής Διαλέκτου του Σκαρλάτου Βυζάντιου].