αξιομνημόνευτος
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀξιομνημόνευτος, -ον)
ο άξιος μνείας, όποιος δεν μπορεί να μείνει απαρατήρητος, ο σημαντικός.