ἀξιομνημόνευτος
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ἀξιομνημόνευτον, worthy of mention, Pl.Prt. 343a, Smp.178a, X.HG4.8.1, etc.
Spanish (DGE)
-ον
digno de recordarse, memorable ῥήματα Pl.Prt.343a, λόγος Pl.Smp.178a, τῶν πράξεων τὰς μὲν ἀξιομνημονεύτους γράψω de los acontecimientos mencionaré los dignos de mención X.HG 4.8.1, ἔργα X.Smp.1.1, ἀπόκρισις D.C.41.19.1, διεπεμψάμην σοι περὶ ὧν ἐνόμιζον ἀξιομνημονεύτων τὴν ἀναγραφήν te envié una relación de lo que creía digno de mención Aristeas 6
•de pers. TAM 2.741 (Nisa, Licia).
German (Pape)
[Seite 270] erwähnenswert, denkwürdig, Plat. Conv. 178 a u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mémorable.
Étymologie: ἄξιος, μνημονεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιομνημόνευτος: заслуживающий упоминания достопамятный, примечательный Xen., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιομνημόνευτος: -ον, ἄξιος μνείας, Πλάτ. Πρωτ. 343Α, Συμπ. 178Α, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 1. - Ἐν Γλωσσ. καὶ ἀξιόμνηστος, ον.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀξιομνημόνευτος, -ον)
ο άξιος μνείας, όποιος δεν μπορεί να μείνει απαρατήρητος, ο σημαντικός.
Greek Monotonic
ἀξιομνημόνευτος: -ον (μνημονεύω), άξιος προς αναφορά, σε Πλάτ., Ξεν.· ευσχημάτιστος, όμορφος, σε Μανέθ.
Middle Liddell
μνημονεύω
worthy of mention, Plat., Xen.; shapely, beautiful, Manetho.