αξιοπροστάτευτος

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιοπροστάτευτος, -ον)
αυτός που αξίζει να προστατευθεί.