αξιοπροστάτευτος

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιοπροστάτευτος, -ον)
αυτός που αξίζει να προστατευθεί.