ἀξιοπροστάτευτος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον, worthy of command, Poll.1.178.
Spanish (DGE)
-ον digno de mandar Poll.1.178.
German (Pape)
[Seite 270] wert Vorsteher zu sein, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιοπροστάτευτος: [ᾰ], -ον, ἄξιος νὰ προστατεύῃ, νὰ προστατῇ, νὰ εἶναι πρωτοστάτης, ἀρχηγός, Πολυδ. Α΄, 178.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀξιοπροστάτευτος, -ον)
αυτός που αξίζει να προστατευθεί.