απάλειψη

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

Greek Monolingual

η (Α ἀπάλειψις, -εως)
εξάλειψη, διαγραφή, ακύρωση.