ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ἀπήορος κ. ἀπάορος κ. ἀπηόριος κ. ἀπήωρος, -ον (Α) αείρω1. αυτός που κρέμεται σε ύψος, που είναι ψηλά2. (με γενική) αυτός που είναι μακριά από κάτι.