ἀπήωρος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ἀπήωρον, high in air, ἀ. δ' ἔσαν ὄζοι Od.12.435; cf. ἀπήορος.
Spanish (DGE)
-ον
elevado, que está por arriba ἀπήωροι δ' ἔσαν ὄζοι Od.12.435.
German (Pape)
[Seite 290] (αἰωρέω), = ἀπήορος, Od. 12, 485 ἀπήωροι ὄζοι, weit abstehende Aeste.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se lève ou apparaît à distance.
Étymologie: ἀπό, ἀείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπήωρος: высоко висящий (ὄζοι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπήωρος: -ον, «ἀπῃωρημένος», ἀπήωροι δ’ ἔσαν ὄζοι Ὀδ. Μ. 435, πρβλ. ἀπήορος.
English (Autenrieth)
(ἀείρω): hanging (high) away; ὄζοι, Od. 12.435†, cf. 436.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀπήωρος: -ον = ἀπ-ήορος, μετέωρος, σε Ομήρ. Οδ.