ἀπήορος
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
Dor. ἀπάορος, ον, (ἀείρω) hanging on high, far distant, ἀστέρες οὔτε τι πολλὸν ἀ. οὔτε μάλ' ἐγγύς Arat.396: c. gen., ἀπάορος ἐχθρῶν aloof from them, Pi.P.8.86.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀπάορος Pi.P.8.86
1 que está por encima c. gen. ἐχθρῶν Pi.P.l.c.
2 alegado en el espacio ἀστέρες, οὔτε τι πολλὸν ἀ. οὔτε μάλ' ἐγγύς Arat.396, ἀπήορος· ὁ ἀπηρτισμένος καὶ διεστώς Et.Gen.1011, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 290] (αἰωρέω), von der Höhe herabhangend, schwebend; gespannt; vgl. ἀπάορος u. ἀπήωρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
litt. qui se lève loin de : qui apparaît ou se tient à distance de, gén..
Étymologie: ἀπό, ἀείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπήορος: Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀπάορος, ον (ἀείρω): μετέωρος, ὑψηλός, ἀπέχων, οὔτε τι πολλὸν ἀπήοροι οὔτε μάλ’ ἐγγύς Ἄρατ. 396, 895· καὶ ἐν τῷ τύπῳ ἀπηόριος, κλῶνες ἀπηόριοι Ἀνθ. Π. 9. 71: μετὰ γεν., ἀπάορος ἐχθρῶν, μακρὰν τῶν ἐχθρῶν, Πινδ. Π. 8. 124. Πρβλ. ἀπήωρος.
Greek Monolingual
ἀπήορος κ. ἀπάορος κ. ἀπηόριος κ. ἀπήωρος, -ον (Α) αείρω
1. αυτός που κρέμεται σε ύψος, που είναι ψηλά
2. (με γενική) αυτός που είναι μακριά από κάτι.
Greek Monotonic
ἀπήορος: Δωρ. ἀπ-άορος, -ον (ἀείρω), αυτός που αιωρείται, μετέωρος· επίσης ἀπηόριος, σε Ανθ.· πρβλ. ἀπ-ήωρος.