απανωγόμαρο

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

το
πρόσθετο φορτίο στη ράχη του σαμαριού ενός ζώου.