απαράσημος

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

ἀπαράσημος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει παραποιηθεί, ακίβδηλος
2. «απαράσημος κατηγορία» — κατηγορία εναντίον αγνώστου.