ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
-η, -ο (Α ἀκίβδηλος, -ον) κίβδηλος(κυρίως για νομίσματα) ανόθευτος, γνήσιοςαρχ.(για πρόσωπα) άδολος, έντιμος, ειλικρινής.