ακίβδηλος

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκίβδηλος, -ον) κίβδηλος
(κυρίως για νομίσματα) ανόθευτος, γνήσιος
αρχ.
(για πρόσωπα) άδολος, έντιμος, ειλικρινής.