απειρόκακος

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

ἀπειρόκακος, -ον (AM)
1. αυτός που δεν έχει πείρα του κακού, ο αθώος
αρχ.
αυτός που δεν έχει δοκιμάσει το κακό, που δεν ξέρει τι θα πει δυστυχία.