απεργώ
From LSJ
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
κάνω απεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απεργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].