απιθανότητα
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
Greek Monolingual
η (Α ἀπιθανότης)
η έλλειψη βεβαιότητας ή σιγουριάς, το να είναι κάτι απίθανο.
Translations
improbability
Bulgarian: невероятност; Catalan: improbabilitat; Galician: improbabilidade; German: Unwahrscheinlichkeit; Greek: απιθανότητα; Ancient Greek: ἀπιθανότης; Hungarian: valószínűtlenség; Irish: neamhdhóchúlacht, andóigh; Japanese: 低確率; Spanish: improbabilidad