ἀπιθανότης
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ἀπιθανότητος, ἡ, improbability, αἰτίας Aeschin.2.64, J.Ap.1.34.
Spanish (DGE)
ἀπιθανότητος, ἡ
inverosimilitud ἡ τῆς αἰτίας ἀπιθανότης Aeschin.2.64, cf. I.Ap.1.304.
German (Pape)
[Seite 291] ἀπιθανότητος, ἡ, 1) Unglaublichkeit, Unwahr scheinlichkeit, αἰτίας Aeschin. 2, 64. – 2) Mangel an Überredungsgabe, Ios.
French (Bailly abrégé)
ἀπιθανότητος (ἡ) :
invraisemblance.
Étymologie: ἀπίθανος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπιθᾰνότης: ἀπιθανότητος ἡ невероятность, неправдоподобие (αἰτίας Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπιθᾰνότης: ἀπιθανότητος, ἡ, ἔλλειψις πιθανότητος, ἡ τῆς αἰτίας ἀπιθανότης Αἰσχίν. 36. 23. ΙΙ. ἔλλειψις πειστικότητος Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 34.
Greek Monotonic
ἀπῐθανότης: ἀπιθανότητος, ἡ, έλλειψη πιθανότητας, σε Αισχίν.
Translations
improbability
Bulgarian: невероятност; Catalan: improbabilitat; Galician: improbabilidade; German: Unwahrscheinlichkeit; Greek: απιθανότητα; Ancient Greek: ἀπιθανότης; Hungarian: valószínűtlenség; Irish: neamhdhóchúlacht, andóigh; Japanese: 低確率; Spanish: improbabilidad