Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
ἀπισχναίνω κ. ἀπισχνῶ (ἀπισχνόω) (Α)λεπταίνω, αδυνατίζω κάποιον ή κάτι.