στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
κ. -χτίζω (AM ἀπογαλακτίζω)παύω να τρέφω το βρέφος με μητρικό γάλα, το αποκόβω από τον θηλασμό.