απογευματινός
From LSJ
κ. απογεματινός κ. απογιοματινός, -ή, -ό
1. αυτός που γίνεται απόγευμα ή έχει σχέση μ' αυτό
2. φρ. «είμαι απογευματινός», εργάζομαι μόνο απόγευμα
«θα πάω στην απογευματινή» (ενν. παράσταση θεάτρου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < απόγευμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].