αποθυμιά

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

η αποθυμώ
η σφοδρή επιθυμία για κάτι που λείπει, η νοσταλγία.