αποκτώμαι

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek Monolingual

ἀποκτῶμαι (ἀποκτάομαι) (Α)
1. χάνω κάτι
2. ανασκευάζω.