ανασκευάζω

Greek Monolingual

ἀνασκευάζω) σκευάζω
1. αναιρώ, ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. ετοιμάζω τις αποσκευές για αναχώρηση
2. απογυμνώνω, ερημώνω, καταστρέφω
II. μέσ.
1. διαλύω το στρατόπεδο και αναχωρώ
2. διαλύομαι, χρεωκοπώ.