απολαλώ

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

(Α ἀπολαλῶ, -έω) νεοελλ. φωνάζω
αρχ.
φλυαρώ.