απομεσήμερο

From LSJ

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source

Greek Monolingual

το
Ι. το μετά το μεσημέρι τμήμα της ημέρας, νωρίς το απόγευμα
II. επίρρ. απομεσήμερα
μετά το μεσημέρι, το απόγευμα.