αποπάνω

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256

Greek Monolingual

(Μ ἀποπάνω) επίρρ.
1. από το επάνω μέρος
2. από ψηλά, από τον ουρανό
3. επάνω από κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
(με το άρθρο) οι αποπάνω
1. αυτοί που βρίσκονται σε ψηλότερο σημείο ή σε πλεονεκτική θέση
2. οι επικεφαλής.