αποσκευή

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἀποσκευή)
συνήθ. στον πληθ. βαλίτσες, δέματα κ.λπ. που περιέχουν τα αναγκαία για ταξίδι
αρχ.
1. μετακόμιση, μεταφορά
2. οικιακά σκεύη
3. ακαθαρσία, αποπάτημα.