αποσχίδα
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
η (Α ἀποσχίς, -ιδος) αποσχίζω
νεοελλ.
(χειρουργ.) μικρό τμήμα οστού που έχει αποσπαστεί λόγω κατάγματος ή νέκρωσης
αρχ.
1. (για φλέβες) διακλάδωση
2. (για βουνά) προεξοχή.