αποχαλίνωση

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

η
απαλλαγή από κάθε χαλινό, εξαχρείωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποχαλινώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].