αποχρωματίζω
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
Greek Monolingual
1. τελειώνω το χρωμάτισμα
2. εξαλείφω ή αλλάζω το χρώμα κάποιου πράγματος
3. αποχαρακτηρίζω.