απρίατος

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

ἀπρίατος (θηλ., ἀπριάτη) (Α) πρίασθαι
αυτός που δεν αγοράστηκε ή δεν εξαγοράστηκε.