ἀπρίατος
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
German (Pape)
[Seite 338] ον, fem. ἀπριάτη Pindar. frg. 151; H. h. Cer. 132; wohin fälschlich auch Il. 1, 99 gezogen wird; = ungekauft.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
non acheté, rendu sans rançon.
Étymologie: ἀ, πρίαμαι.
English (Slater)
ἀπρίατος unbought, not paid for ἐπεὶ Γηρυόνα βόας ἀπριάτας ἔλασεν sc. Herakles. fr. 169. 8.
Greek Monolingual
ἀπρίατος (θηλ., ἀπριάτη) (Α) πρίασθαι
αυτός που δεν αγοράστηκε ή δεν εξαγοράστηκε.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρίᾰτος: и 3 полученный без платы или выкупа, безвозмездный, даровой HH, Pind.