ἀπρίατος

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

German (Pape)

[Seite 338] ον, fem. ἀπριάτη Pindar. frg. 151; H. h. Cer. 132; wohin fälschlich auch Il. 1, 99 gezogen wird; = ungekauft.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
non acheté, rendu sans rançon.
Étymologie: , πρίαμαι.

English (Slater)

ἀπρίατος unbought, not paid for ἐπεὶ Γηρυόνα βόας ἀπριάτας ἔλασεν sc. Herakles. fr. 169. 8.

Greek Monolingual

ἀπρίατος (θηλ., ἀπριάτη) (Α) πρίασθαι
αυτός που δεν αγοράστηκε ή δεν εξαγοράστηκε.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρίᾰτος: и 3 полученный без платы или выкупа, безвозмездный, даровой HH, Pind.