απροβούλευτος

From LSJ

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπροβούλευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει προμελετηθεί, ο απροσχεδίαστος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει υποβληθεί στη βουλή
2. ο χωρίς προμελέτη, απερίσκεπτος.