απρόσφορος
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπρόσφορος, -ον)
ασύμφορος, ακατάλληλος
αρχ.
απροσπέλαστος, επικίνδυνος.
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
-η, -ο (AM ἀπρόσφορος, -ον)
ασύμφορος, ακατάλληλος
αρχ.
απροσπέλαστος, επικίνδυνος.