απρόσωπος
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο
2. φρ. α) «απρόσωπα ρήματα» — ρήματα που απαντούν πάντοτε ή συνήθως μόνο στο γ' εν. πρόσωπο και το υποκείμενό τους δεν είναι πρόσωπο αλλά απαρέμφατο ή δευτερεύουσα πρόταση («απρόσωπη σύνταξη»)
νεοελλ.
1. αυτός που στερείται προσωπικότητας
2. αυτός που έχει ξεχάσει τα πάντα για τον εαυτό του
3. εκείνος που δεν εμφανίζει συγκεκριμένο πρόσωπο ή προσωπικότητα
αρχ.
1. ο άσχημος
2. ο χωρίς προσωπείο, αμεταμφίεστος.