απόσβεση

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120

Greek Monolingual

η (Α ἀπόσβεσις) νεοελλ.
1. βαθμιαία εξόφληση χρέους
2. μείωση της αξίας ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου, όπως απεικονίζεται στις αντίστοιχες λογιστικές εγγραφές της επιχείρησης
αρχ.
σβήσιμο.