απώτατος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπώτατος, -η, -ον) από
αυτός που βρίσκεται πάρα πολύ μακριά, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀπωτάτω
σε πολύ μεγάλη απόσταση.