αράχνειος

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀράχνειος, -ον)
ο σχετικός με την αράχνη ή εκείνος που προέρχεται απ' αυτήν.