αράχνειος

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀράχνειος, -ον)
ο σχετικός με την αράχνη ή εκείνος που προέρχεται απ' αυτήν.