Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
και λαθύρι, το(Μ λαθούριν και λαθύριον)1. κοινή, σήμερα, ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λάθυρος2. ο καρπός τών φυτών του είδους αυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαθούρι(ν) < λαθύριον (υποκορ. του λάθυρος) με κώφωση].