αργυρούχος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

-ο
αυτός που περιέχει άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + (κατάλ.) -ούχος < έχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Σαβέριο Λάνδερερ].