αργόχρως

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source

Greek Monolingual

ἀργόχρως (-ωτος), ο (Μ)
αυτός που έχει λευκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (Ι) + -χρως (-ωτός) «χρώμα» (πρβλ. μελίχρως, ροδόχρως κ.ά.)].