πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen
ἀργόχρως (-ωτος), ο (Μ)αυτός που έχει λευκό χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (Ι) + -χρως (-ωτός) «χρώμα» (πρβλ. μελίχρως, ροδόχρως κ.ά.)].