αριστογόνος
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Greek Monolingual
ἀριστογόνος, η (Α)
λέγεται γι' αυτήν που γεννά άριστα παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -γόνος < γίγνομαι.