αρκευθίς

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Greek Monolingual

ἀρκευθίς, η (Α) άρκευθος
1. ο καρπός της αρκεύθου
2. η ίδια η άρκευθος.