αρκευθίς

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

ἀρκευθίς, η (Α) άρκευθος
1. ο καρπός της αρκεύθου
2. η ίδια η άρκευθος.