αρμάδα

Greek Monolingual

η
ο μεγάλος πολεμικός στόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. < (βενετ.) armada «πλήθος ενόπλων, στρατός, στόλος» ή, κατ' άλλους < (ισπαν.) Armada, ο μεγάλος ισπανικός στόλος που νικήθηκε το 1588 από τον αγγλικό στόλο].