αρμίδι

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source

Greek Monolingual

και αρμίθι, το
αλιευτικό σύνεργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορμίδιον (υποκορ. του ορμιά) με προληπτική ανομοίωση του ο- σε α-].