αρματολίκι

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

το
1. περιφέρεια που υπάγεται στη δικαιοδοσία του αρματολού
2. το αξίωμα του αρματολού
3. (περιλπτ.) οι αρματολοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρματολός].