αρνησίχριστος
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
Greek Monolingual
ο (Μ ἀρνησίχριστος)
αυτός που αρνείται τον Χριστό ή που δεν παραδέχεται τη θεότητά του.