αρνησιθρησκία

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

η το να αρνείται κάποιος τη θρησκεία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρνησίθρησκος (πρβλ. ανεξιθρησκία). Η λ. μαρτυρείται στον Κωνσταντίνο Κούμα].